Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γνώμων καὶ εὐ

См. также в других словарях:

  • γνώμων — (Αστρον.).Αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού. Είναι κυρίως γνωστός με την ονομασία Νόρμα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Σκορπιό, Θήριο, Διαβήτη, Νότιο Τρίγωνο και Βωμό και αποτελείται από 27 αστέρια που διακρίνονται με γυμνό μάτι.… …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • νομισματογνώμων — και νομισματογνώμονας, ο 1. ειδικός στα νομίσματα και στα μετάλλια 2. υπάλληλος τού νομισματικού μουσείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, ατος + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. εμπειρο γνώμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • συγγνώμων — και αττ. τ. ξυγγνώμων, ύγγνωμον, Α 1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», Πλούτ.) 2. αυτός που γνωρίζει κάτι μαζί με άλλον 3. πρόθυμος στο να συγχωρεί, επιεικής 4. (με παθ.… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • λειπογνώμων — και λιπογνώμων, ον (Α) (για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ.… …   Dictionary of Greek

  • διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • συνεννόηση — η, Ν 1. ανταλλαγή γνωμών, ανταλλαγή απόψεων («βρίσκονται ακόμη στο στάδιο τών συνεννοήσεων») 2. συμφωνία, σύμπτωση γνωμών («τελικά επήλθε συνεννόηση μεταξύ τους») 3. αμοιβαία κατανόηση («στο ζευγάρι αυτό δεν υπάρχει πια συνεννόηση») 4. μυστική… …   Dictionary of Greek

  • ισχυρογνώμων — ον, αρσ. και ισχυρογνώμονας (ΑΜ ἰσχυρογνώμων, ον) αυτός που επιμένει στη γνώμη του, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένη ή παράλογη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ετερο γνώμων, σκληρο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • λεπτογνώμων — λεπτογνώμων, όγνωμον (Α) οξύνους, ευφυής, οξυδερκής («ξυνεῑναι μὲν γὰρ εἰς ὑπερβολὴν ὀξύς ἐστι καὶ λεπτογνώμων», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο γνώμων, σκληρο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»